- διασκαλεύω
- διασκᾰλεύω, = sq., Plu.2.980e, Hsch.A s.v. διαγλάψασ'.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διασκαλεύειν — διασκαλεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαλεύοντες — διασκαλεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαλεύοντος — διασκαλεύω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαλεύσας — διασκαλεύσᾱς , διασκαλεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)